- ρηξίφρων
- ῥήξιφρον, Α(κατά τον Ησύχ.) «καταβαλὼν τὴν φρένα».[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ρήγνυμι) + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. τερψί-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥηξίφρονα — ῥηξίφρων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηξίφρονας — ῥηξίφρων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek